- κώνωψ
- ο (AM κώνωψ, -ωπος)1. κουνούπι («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», Αισχύλ.)2. ως κύριο όν. Κώνωψμικρό λατινικό ποίημα που αποδίδεται στον Βεργίλιο3. παροιμ. φρ. α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — λέγεται γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά ελαττώματα και παραβλέπουν τα μεγάλα αμαρτήματαβ) «κώνωψ ἐπὶ κέρατος βοός» — λέγεται για να δηλώσει ασήμαντα πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ετυμολόγηση τού κών-ωψ < κῶνος + ὤψ «όψη» δεν φαίνεται πιθ. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. από την αιγυπτ. hnms «μύγα, κουνούπι», σχηματισμένη με επίδραση τής λ. κῶνος. Η λ. κωνώπιον «κουνουπάκι, κρεβάτι με κουνουπιέρα» συνδέθηκε παρετυμολογικώς με αμάρτυρο *κανώπιον < αιγυπτ. πόλη Κάνωπος.ΠΑΡ. αρχ. κωνωπείον, κωνωπεών, κωνωπώδηςαρχ.-μσν.κωνώπιον.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) κωνωποειδήςαρχ.κωνωποθήρας, κωνωποσφράντης. (Β' συνθετικό) αρχ. αεροκώνωψ].
Dictionary of Greek. 2013.